επείκτης

επείκτης
ἐπείκτης, ο (AM)
1. αυτός που παρορμά, που παρωθεί
2. επιστάτης έργου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράγωγο τού ρ. επείγω με επίθημα -της].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἐπείκτης — one who urges masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπείκταις — ἐπείκτης one who urges masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπείκτην — ἐπείκτης one who urges masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπείκτου — ἐπείκτης one who urges masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπείκτας — ἐπείκτᾱς , ἐπείκτης one who urges masc acc pl ἐπείκτᾱς , ἐπείκτης one who urges masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωματεπείκτης — και χωματεπέκτης και χωματεπίκτης, ὁ, Α επιστάτης τής κατασκευής φραγμάτων στις διώρυγες τού Νείλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < χῶμα, χώματος + ἐπείκτης «επιστάτης έργου»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”